Τήν πρώτην ἱστορικήν ἀναφοράν στό ὄρος τοῦ Ἄθω τήν εὑρίσκομε εἰς τά Ὁρφικά, εἰς τόν 465ο στίχον τῶν Ἀργοναυτικῶν, ὅπου λέγει: «Οὐλύμπου δὲ βαθυσκοπέλου πρηῶνας ἐρυμνούς εἰσέδρακον Μινύαι, καὶ Ἄθω δενδρώδεα κάμψαν, Πελλήνην τ' εὐρεῖαν· ἰδὲ ζαθέην Σαμοθρῄκην» ἤτοι: (Οἱ ἀργοναῦται) ἀφού παρέπλευσαν τή νύκτα τά παράλια τῆς Παλλήνης, τό λυκαυγές εἶδαν τόν δασώδην Ἄθω, τόν ὁποῖον δέν προσήγγισαν, ἀλλ’ ἔπλευσαν εὐθύς πρός τήν Σαμοθράκην. Τό γεγονός αὐτό χρονολογεῖται κατά τό 1250 π.Χ.
Ἀργότερα οἱ Ἕλληνες ἵδρυσαν ἀποικίες ἤ πολίσματα, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ γεωγράφος Σκύλαξ: Ἀκροάθω, Ὁλόφυξον, Δῖον, Θύσσον, Κλεωνάς, Χαράδριαν, Παλαιώριον, Ἄκανθον. (Σκύλακος Περίπλους 66,16) Ὁ δέ Θουκυδίδης (Βιβλ. 4, Κεφ. 109) ἀναφέρει «καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὄρος ὑψηλὸν τελευτᾷ ἐς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος. Πόλεις δὲ ἔχει Σάνην μὲν Ἀνδρίων ἀποικίαν παρ' αὐτὴν τὴ διώρυχα, ἐς τὸ πρὸς Εὔβοιαν πέλαγος τετραμμένην, τὰς δὲ ἄλλας Θυσσὸν καὶ Κλεωνὰς καὶ Ἀκροθῴους καὶ Ὀλόφυξον καὶ Δῖον·»
Ἡ θέσις τῶν πολισμάτων αὐτῶν εἶναι ἀμφισβητίσιμη, διότι ὑπάρχει ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν ἀρχαίων πηγῶν. Πάντως εἶναι σίγουρο, ὅτι τό 481 π.Χ. ὁ Ξέρξης τοῦ Δαρεῖου, διόρυξε ἰσθμόν, πλησίον τῆς ἀρχαίας πόλεως Σάνης, εἰς τά βόρεια τῆς χερσονήσου. Οἱ μαρτυρίες εἶναι πάμπολλες, ἀπό ἀρχαίους καί νεωτέρους ἱστορικούς.
Ὁ τελευταῖος Ἕλλην βασιλεύς τῆς Μακεδονίας ἦτο ὁ Περσεύς, υἱός τοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἡττήθη ὑπό τοῦ Ρωμαῖου στρατηγοῦ Αἰμιλίου Παύλου τό 168 π.Χ., ὁπότε καί ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω περνᾶ ὑπό Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία ἐπιγραφή πού εὑρίσκεται εἰς τήν Ἱ.Μ. Βατοπεδίου, λαξευμένη ἐπί λευκοῦ μαρμάρου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπό τό 321 μ.Χ. Ἀναφέρει ὅτι ὁ (ἐθνικός) Γερμανός Ἡρακλᾶς παρεσκεύασε δι’ ἑαυτόν σαρκοφάγον, ὅπερ σημαίνει, ἤ ὅτι δέν ὑπῆρχον οὐδόλως Χριστιανοί, ἤ ὅτι ἦτο ἐλάχιστοι. Οὐδεμία μαρτυρία εὑρέθη νά πιστοποιεῖ ὕπαρξη Χριστιανῶν κατά τούς 3 πρώτους αἰώνας.
Ἡ κατάστασις ἦτο ἀμφίρροπος καί ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀλλά καί μετέπειτα, καί μόνο περί το 677 μ.Χ. ἐπί Κων/νου Πωγωνάτου ἔχομε τίς πρῶτες ἱστορικά μαρτυρίες περί μοναχισμοῦ στήν χερσόνησο. Τότε ἱδρύθησαν μονύδρια, ἐπί τῶν ἐρειπίων παλαιῶν Ἐκκλησιῶν καί πόλεων, καί σύμπηξαν διοίκησιν, ὀνομασθεῖσα «Καθέδρα τῶν Γερόντων». Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρχον καί παλαιότερα μοναχοί, ἀλλά δέν ἦτο πολλοί, οὔτε ὀργανωμένοι, καί πιθανῶς νά συνυπῆρχον μέ τούς ἐθνικούς εἰς τό θρήσκευμα συμπατριώτες τους.
Ἐν ἔτει 734 μ.Χ. ἀνεπαύθη πρός Κύριον ὁ πρῶτος ἡσυχαστής τοῦ Ἄθω, ὁ ὅσιος Πέτρος, μετά ἀπό 53 ἔτη συνεχῶν πόνων καί ἀσκήσεων σέ ἄβατα σπήλαια.
Κατά τό 963 μ.Χ. ἤρχισεν ἡ ἵδρυσις τῆς πρώτης ὀργανωμένης Μοναστικῆς Κοινότητος, ἤ Λαύρας, καί ὀνομάσθη Μεγίστη Λαύρα, ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐπειδή ἦτο φίλος τοῦ στρατηγοῦ ἀκόμη Νικηφόρου Φωκᾶ, μόλις ἐπληροφορήθη ὅτι ἐστέφθη αὐτοκράτωρ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, μετέβη εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἐζήτησε οἰκονομικήν ἐνίσχυσην, τήν ὁποίαν καί ἔλαβε, παρά τοῦ - βασιλέως πλέον - φίλου του.
Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι καθώς ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς μετέβαινε πρός τήν Κρήτη, ὑπεσχέθη στόν Ἅγιον Ἀθανάσιον, ὅτι ἄμα τῆ ἐπιστροφῆ ἐκ τοῦ πολέμου θά ἤρχετο νά μονάση εἰς τήν Λαύραν. Τελικά ὅμως ἔγινε βασιλεύς ἀντί γιά μοναχός. Ὅταν λοιπόν συνηντήθησαν, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος τοῦ ὑπενθύμησε μέ πικρία τίς ὑποσχέσεις του… Πάντως καί ὡς βασιλεύς ὁ Νικηφόρος ζοῦσε πολύ λιτή ζωή, ὅπερ ἀποδεικνύεται ἀπό τήν Ἔκθεσιν τῆς πρεσβείας τοῦ Λουϊτπράνδου, ἀλλά καί ἀπό τή δολοφονία του ἀπό τόν ἀνεψιό του Ἰωάννη Τσιμισκή. Οἱ δολοφόνοι κατεπλάγησαν ὅταν δέν τόν ηὗραν νά κοιμᾶται εἰς τήν βασιλικήν κλίνην, ἀλλά ὁ ἀνεψιός ἐγνώριζε ὅτι ἐκοιμᾶτο κατάχαμα, ὡσάν μοναχός.
Ἔκτοτε ἔχομε τήν ἀνέγερσιν καί τῶν ὑπολοίπων 19 ἱερῶν Μονῶν, τῶν σκήτεων, τῶν καλλυβίων, καί τήν παγίωσιν τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τήν χερσόνησον τοῦ Ἄθω, ἡ ὁποία βεβαίως, διά τούς πιστούς ὀνομάζεται πλέον Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ πορεία τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό Ἅγιον Ὄρος δέν εἶναι σταθερή. ‘Υπάρχουν περίοδοι ἀκμῆς καί ὑφέσεως ἀνά τούς αἰώνας. Τά τελευταῖα 35-40 χρόνια εὑρισκόμεθα σέ περίοδο ἀκμῆς, τουλάχιστον ἀπό ποσοτικῆς ἀπόψεως. Τήν δεκαετία τοῦ 1960 ὑπῆρχε τέτοια λειψανδρία, ὥστε παραδείγματος χάριν εὑρίσκοντο εἰς τήν Λαύραν 2-3 γέροντες μοναχοί, ἐνώ εἰς τήν Σίμωνος Πέτρα οὐδείς! Αὐτοί ἀδυνατοῦσαν νά συντηρήσουν τάς τεραστίας κτιριακάς ἐγκαταστάσεις μίας μονῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθουν ἀνεπανόρθωται ζημίαι εἰς ἀρχαιολογικῆς σημασίας κτίρια καί κειμήλια. Σήμερα κάθε μονή ἀριθμεῖ ἀπό 30 μέχρι 100 καί πλέον μοναχούς. Ὁ συνολικός δε πληθυσμός τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι περίπου 2.000.
Πηγή: Γεράσιμος Σμυρνάκης, «Τό Ἅγιον Ὄρος» 1903.
Ἀργότερα οἱ Ἕλληνες ἵδρυσαν ἀποικίες ἤ πολίσματα, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ γεωγράφος Σκύλαξ: Ἀκροάθω, Ὁλόφυξον, Δῖον, Θύσσον, Κλεωνάς, Χαράδριαν, Παλαιώριον, Ἄκανθον. (Σκύλακος Περίπλους 66,16) Ὁ δέ Θουκυδίδης (Βιβλ. 4, Κεφ. 109) ἀναφέρει «καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὄρος ὑψηλὸν τελευτᾷ ἐς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος. Πόλεις δὲ ἔχει Σάνην μὲν Ἀνδρίων ἀποικίαν παρ' αὐτὴν τὴ διώρυχα, ἐς τὸ πρὸς Εὔβοιαν πέλαγος τετραμμένην, τὰς δὲ ἄλλας Θυσσὸν καὶ Κλεωνὰς καὶ Ἀκροθῴους καὶ Ὀλόφυξον καὶ Δῖον·»
Ἡ θέσις τῶν πολισμάτων αὐτῶν εἶναι ἀμφισβητίσιμη, διότι ὑπάρχει ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν ἀρχαίων πηγῶν. Πάντως εἶναι σίγουρο, ὅτι τό 481 π.Χ. ὁ Ξέρξης τοῦ Δαρεῖου, διόρυξε ἰσθμόν, πλησίον τῆς ἀρχαίας πόλεως Σάνης, εἰς τά βόρεια τῆς χερσονήσου. Οἱ μαρτυρίες εἶναι πάμπολλες, ἀπό ἀρχαίους καί νεωτέρους ἱστορικούς.
Ὁ τελευταῖος Ἕλλην βασιλεύς τῆς Μακεδονίας ἦτο ὁ Περσεύς, υἱός τοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἡττήθη ὑπό τοῦ Ρωμαῖου στρατηγοῦ Αἰμιλίου Παύλου τό 168 π.Χ., ὁπότε καί ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω περνᾶ ὑπό Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία ἐπιγραφή πού εὑρίσκεται εἰς τήν Ἱ.Μ. Βατοπεδίου, λαξευμένη ἐπί λευκοῦ μαρμάρου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπό τό 321 μ.Χ. Ἀναφέρει ὅτι ὁ (ἐθνικός) Γερμανός Ἡρακλᾶς παρεσκεύασε δι’ ἑαυτόν σαρκοφάγον, ὅπερ σημαίνει, ἤ ὅτι δέν ὑπῆρχον οὐδόλως Χριστιανοί, ἤ ὅτι ἦτο ἐλάχιστοι. Οὐδεμία μαρτυρία εὑρέθη νά πιστοποιεῖ ὕπαρξη Χριστιανῶν κατά τούς 3 πρώτους αἰώνας.
Ἡ κατάστασις ἦτο ἀμφίρροπος καί ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀλλά καί μετέπειτα, καί μόνο περί το 677 μ.Χ. ἐπί Κων/νου Πωγωνάτου ἔχομε τίς πρῶτες ἱστορικά μαρτυρίες περί μοναχισμοῦ στήν χερσόνησο. Τότε ἱδρύθησαν μονύδρια, ἐπί τῶν ἐρειπίων παλαιῶν Ἐκκλησιῶν καί πόλεων, καί σύμπηξαν διοίκησιν, ὀνομασθεῖσα «Καθέδρα τῶν Γερόντων». Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρχον καί παλαιότερα μοναχοί, ἀλλά δέν ἦτο πολλοί, οὔτε ὀργανωμένοι, καί πιθανῶς νά συνυπῆρχον μέ τούς ἐθνικούς εἰς τό θρήσκευμα συμπατριώτες τους.
Ἐν ἔτει 734 μ.Χ. ἀνεπαύθη πρός Κύριον ὁ πρῶτος ἡσυχαστής τοῦ Ἄθω, ὁ ὅσιος Πέτρος, μετά ἀπό 53 ἔτη συνεχῶν πόνων καί ἀσκήσεων σέ ἄβατα σπήλαια.
Κατά τό 963 μ.Χ. ἤρχισεν ἡ ἵδρυσις τῆς πρώτης ὀργανωμένης Μοναστικῆς Κοινότητος, ἤ Λαύρας, καί ὀνομάσθη Μεγίστη Λαύρα, ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐπειδή ἦτο φίλος τοῦ στρατηγοῦ ἀκόμη Νικηφόρου Φωκᾶ, μόλις ἐπληροφορήθη ὅτι ἐστέφθη αὐτοκράτωρ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, μετέβη εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἐζήτησε οἰκονομικήν ἐνίσχυσην, τήν ὁποίαν καί ἔλαβε, παρά τοῦ - βασιλέως πλέον - φίλου του.
Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι καθώς ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς μετέβαινε πρός τήν Κρήτη, ὑπεσχέθη στόν Ἅγιον Ἀθανάσιον, ὅτι ἄμα τῆ ἐπιστροφῆ ἐκ τοῦ πολέμου θά ἤρχετο νά μονάση εἰς τήν Λαύραν. Τελικά ὅμως ἔγινε βασιλεύς ἀντί γιά μοναχός. Ὅταν λοιπόν συνηντήθησαν, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος τοῦ ὑπενθύμησε μέ πικρία τίς ὑποσχέσεις του… Πάντως καί ὡς βασιλεύς ὁ Νικηφόρος ζοῦσε πολύ λιτή ζωή, ὅπερ ἀποδεικνύεται ἀπό τήν Ἔκθεσιν τῆς πρεσβείας τοῦ Λουϊτπράνδου, ἀλλά καί ἀπό τή δολοφονία του ἀπό τόν ἀνεψιό του Ἰωάννη Τσιμισκή. Οἱ δολοφόνοι κατεπλάγησαν ὅταν δέν τόν ηὗραν νά κοιμᾶται εἰς τήν βασιλικήν κλίνην, ἀλλά ὁ ἀνεψιός ἐγνώριζε ὅτι ἐκοιμᾶτο κατάχαμα, ὡσάν μοναχός.
Ἔκτοτε ἔχομε τήν ἀνέγερσιν καί τῶν ὑπολοίπων 19 ἱερῶν Μονῶν, τῶν σκήτεων, τῶν καλλυβίων, καί τήν παγίωσιν τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τήν χερσόνησον τοῦ Ἄθω, ἡ ὁποία βεβαίως, διά τούς πιστούς ὀνομάζεται πλέον Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ πορεία τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό Ἅγιον Ὄρος δέν εἶναι σταθερή. ‘Υπάρχουν περίοδοι ἀκμῆς καί ὑφέσεως ἀνά τούς αἰώνας. Τά τελευταῖα 35-40 χρόνια εὑρισκόμεθα σέ περίοδο ἀκμῆς, τουλάχιστον ἀπό ποσοτικῆς ἀπόψεως. Τήν δεκαετία τοῦ 1960 ὑπῆρχε τέτοια λειψανδρία, ὥστε παραδείγματος χάριν εὑρίσκοντο εἰς τήν Λαύραν 2-3 γέροντες μοναχοί, ἐνώ εἰς τήν Σίμωνος Πέτρα οὐδείς! Αὐτοί ἀδυνατοῦσαν νά συντηρήσουν τάς τεραστίας κτιριακάς ἐγκαταστάσεις μίας μονῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθουν ἀνεπανόρθωται ζημίαι εἰς ἀρχαιολογικῆς σημασίας κτίρια καί κειμήλια. Σήμερα κάθε μονή ἀριθμεῖ ἀπό 30 μέχρι 100 καί πλέον μοναχούς. Ὁ συνολικός δε πληθυσμός τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι περίπου 2.000.
Πηγή: Γεράσιμος Σμυρνάκης, «Τό Ἅγιον Ὄρος» 1903.